- αλεξίμβροτος
- ἀλεξίμβροτος, -ον (Α)1. αυτός που προστατεύει από το κακό τους θνητούς, τους ανθρώπους2. φρ. «ἀλεξίμβροτοι πομπαί», ιερές λιτανείες για την προφύλαξη τών ανθρώπων από το κακό και τη δυστυχία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεξι-* (< ἀλέξω) + βροτός].
Dictionary of Greek. 2013.