αλεξίμβροτος

αλεξίμβροτος
ἀλεξίμβροτος, -ον (Α)
1. αυτός που προστατεύει από το κακό τους θνητούς, τους ανθρώπους
2. φρ. «ἀλεξίμβροτοι πομπαί», ιερές λιτανείες για την προφύλαξη τών ανθρώπων από το κακό και τη δυστυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεξι-* (< ἀλέξω) + βροτός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀλεξιμβρότοις — ἀλεξίμβροτος protecting mortals masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξιμβρότου — ἀλεξίμβροτος protecting mortals masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξιμβρότους — ἀλεξίμβροτος protecting mortals masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξιμβρότῳ — ἀλεξίμβροτος protecting mortals masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλεξι- — Γλωσσ. α συνθετικό ονομάτων τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με το ρ. ἀλέξω «προστατεύω, αποκρούω, υπερασπίζω», ανήκει δε στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων με ρηματικό α συνθετικό σε (σ)ι… …   Dictionary of Greek

  • βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”